νακούριος

νακούριος
-α, -ο
φρ. «νακούρια υγρή φάση» ή, απλώς, «νακούριο»
γεωλ. υποδιαίρεση τής μεταπλειστόκαινης εποχής και τών αποθέσεών της στην Αφρική.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”